Ούγγρος ποδοσφαιριστής και προπονητής, που οδήγησε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη.

Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική επανάσταση.

Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης ενώ ως προπονητής του Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.

Ένας τρίτος δεσμός του Πούσκας με την Ελλάδα εντοπίζεται στην Αυστραλία, καθώς οδήγησε την Ελλάδα Μελβούρνης στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1991, τότε που η ομάδα αυτή αποτελείτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από έλληνες ομογενείς.

Δείτε Επίσης  Ο ΚΟΑ στο 2ο Συμπόσιο Ολυμπισμού

Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς Πούσκας δούλεψε ως προπονητής στην Ισπανία (Χέρκουλες 1967, Αλαβές 1968-1969), στις ΗΠΑ (Γκόλντεν Γκέιτ, 1967-1968), τον Καναδά (Βανκούβερ, 1968), τη Χιλή (Κόλο Κόλο, 1975-1976), τη Σαουδική Αραβία (1976-1977), την Αίγυπτο (Αλ Μασρί, 1979-1982), την Παραγουάη (Σολ ντε Αμέρικα 1985-1986, Σέρο Πορτένιο 1986-1989) και την Εθνική Ουγγαρίας το 1993.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε από πνευμονία σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, στις 17 Νοεμβρίου 2006.